ἀναπλατύνομαι
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
[ῡ], to be spread wide, Plu.Daed.4.
Spanish (DGE)
desplegarse, avanzar νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.Fr.157.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλατύνομαι: παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς πλάτος, «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν ἄλλο πλὴν σκιὰ γῆς, ὅταν γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.