ἀνδρεϊφόντης
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (Autenrieth)
(root φεν): man-slaying, Ἐνῦάλιος. (Il.)
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρεϊφόντης: ου ὁ истребитель мужей, человекоубийца (эпитет Арея) Hom.