φεν
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (Autenrieth)
and φα- (cf. φόνος), φένω, roots and assumed pres. for the foll. forms, red. aor. 2 ἔπεφνον, πέφνε, subj. πέφνῃ, inf. πεφνέμεν, part. πεφνόντα, pass. perf. πέφατ(αι), inf. πεφάσθαι, fut. πεφήσεαι, πεφήσεται: kill, slay; of a natural death, only Od. 11.135; fig., ἐκ δ' αἰὼν πέφαται, ‘extinguished,’ Il. 19.27.
Greek Monolingual
ο, Ν
(μετεωρ.) ονομασία ενός θερμού και ξηρού ανέμου, που οφείλεται στην καθοδική πορεία την οποία ακολουθούν τα αέρια ρεύματα μετά την διάβασή τους από έναν ορεινό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. foehn < γερμ. Fohn «νοτιάς»].