ἀνθρακουργία

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκουργία: ἡ, (ἔργον) ἡ ἐν τῇ κατασκευῇ τῶν ἀνθράκων καῦσις, μεταφρ., ἡ ἐντός τῆς καρδίας γινομένη καῦσις, ἁδρὰν λαβὼν ἔρωτος ἀνθρακουργίαν Νικητ. Εὐγεν. 2. 120.