ἀνθρωπογενής
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
German (Pape)
[Seite 234] ἐς, Mensch geworden, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπογενής: -ές, καὶ -γέννητος, ον, ὁ ἐξ ἀνθρώπων γεννηθείς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(Μ ἀνθρωπογενής, -οῦς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.