ἀνθρωποφόντης

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφόντης: -ου, ὁ φονεύων ἀνθρώπους, Κ. Μανασσ. Χρον. 3605.