ἀνοσήλευτος

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοσήλευτος Medium diacritics: ἀνοσήλευτος Low diacritics: ανοσήλευτος Capitals: ΑΝΟΣΗΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anosḗleutos Transliteration B: anosēleutos Transliteration C: anosileftos Beta Code: a)nosh/leutos

English (LSJ)

ἀνοσήλευτον, untended, S.Fr.264.

Spanish (DGE)

-ον desatendido de un enfermo, S.Fr.264.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνοσήλευτος, -ον)
αυτός που δεν νοσηλεύθηκε
νεοελλ.
(για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία.