ἀνταναίρω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

German (Pape)

[Seite 243] dagegen erheben.

Spanish (DGE)

rebelarse, A.Thom.A.141 (p.248.8).

Greek Monolingual

ἀνταναιρῶ (-έω) (Α)
1. σβήνω, εξαλείφω
2. (-ούμαι) ακυρώνομαι αντίστοιχα, απαλείφομαι.

Greek Monolingual

ἀνταναίρω (Α)
επαναστατώ.