ἀνωδύνως

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402

French (Bailly abrégé)

adv.
sans douleur.
Étymologie: ἀνώδυνος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωδύνως: без боли, безболезненно (ἀ. καὶ ἀπόνως Plut.).