ἀνωδύνως
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
French (Bailly abrégé)
adv.
sans douleur.
Étymologie: ἀνώδυνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωδύνως: без боли, безболезненно (ἀ. καὶ ἀπόνως Plut.).