ἀποζευγνύω

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek Monolingual

ἀποζεύω
Α ἀποζεύγνυμι κ. ἀποζευγνύω)
ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγό
αρχ.
1. διαχωρίζω
2. (-μαι)
αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι
3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» — σταμάτησα να περπατώ.