Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποκαλυπτικός

From LSJ

German (Pape)

[Seite 305] aufdeckend, enthüllend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκᾰλυπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ἀποκαλύψῃ, ὁ ἀποκαλύπτων, Κλήμ. Ἀλ. 98.

Spanish (DGE)

-όν
revelador, iluminador λόγος Clem.Al.Paed.1.1.2, πνεῦμα Gr.Naz.M.36.168A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποκαλυπτικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός να αποκαλύπτει, αυτός που συντελεί στην αποκάλυψη
2. αυτός που αναφέρεται στην αποκάλυψη ή ανήκει σ' αυτήν
αρχ.
όποιος είναι άξιος να δεχτεί την αποκάλυψη του Λόγου του Θεού.