αποκάλυψη

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποκάλυψις)
1. η αφαίρεση καλύμματος, το ξεσκέπασμα
2. φανέρωση, παρουσίαση
3. εκκλ. α) η φανέρωση των θείων μυστηρίων στους ανθρώπους
β) τίτλος του προφητικού βιβλίου του Ευαγγελιστή Ιωάννη (ΚΔ)
γ) φρ. «εξ αποκαλύψεως» — με θεία έμπνευση ή δήλωση
νεοελλ.
1. η εκμυστήρευση, η ανακοίνωση μυστικών
2. το να βγάλει κανείς στη φόρα τα όσα απέκρυπτε κάποιος.