ἀποσφενδονίζω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 329] wegschleudern, Sp., wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφενδονίζω: ἀποσφενδονάω, Ἰώσηπ. ἐν Μακκ. 16.
Spanish (DGE)
lanzar con honda λαγυνίδας ... κατὰ τῆς καλουμένης ἀγέστας ἀπεσφενδόνιζον Euagr.Schol.HE 4.27.