ἀποσφενδονάω
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
hurl from a sling or hurl as from a sling, D.S.2.50, Luc.JTr. 33:—Pass., LXX 4 Ma.16.21, Plu.2.1062a.
Spanish (DGE)
lanzar con honda λίθους ... πρὸς τοὺς διώκοντας D.S.2.50
•fig. ἀποσφενδονῶντες ἀλλήλοις ... λοιδορούμενοι lanzándose insultos unos a otros Luc.ITr.33
•en v. med. arrojar τὴν δὲ θάλασσαν ἰχθῦς νεκροὺς ἀποσφενδονήσασθαι Euagr.Schol.HE 1.17, cf. en v. pas. LXX 4Ma.16.21, Plu.2.1062a.
German (Pape)
[Seite 329] od. ἀποσφενδονέω, wegschleudern, D. Sic. 2, 50; Plut. adv. St. 8; Luc. Iup. Trag. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφενδονάω: (ἢ ἀποσφενδονέω), ῥίπτω τι μεθ’ ὁρμῆς μακρὰν ὡς διὰ σφενδόνης, τοῖς ποσὶ τοὺς ὑποπίπτοντας λίθους… ἀποσφενδονᾷ πρὸς τοὺς διώκοντας Διόδ. 2. 50, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 33.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσφενδονάω: бросать (словно) из пращи Diod., Luc., Plut.