ἀπόσκωμμα

English (LSJ)

-ατος, τό, banter, raillery, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό burla, mordacidad Hsch.

German (Pape)

[Seite 325] τό, Spötterei, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκωμμα: -ατος, τό, σκῶμμα, «μυκτήρισμα» Ἡσύχ.