ἀστόλιστος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀστόλιστος: ὁ μὴ ἐστολισμένος, Θεοδ. Προδρ. Ροδ. 21 (1, 216), Ἡσύχ. ἐν λέξει αὐσταλέος.

Spanish (DGE)

-ον desarrapado, desataviado glos. a ἀυσταλέος Hsch.