δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
[Seite 413] reich machen, bereichern, Hesych.
ἀφνύνω: κάμνω πλούσιον, πλουτίζω, «ἀφνύει, ἀφνύνει, ὀλβίζει» Ἡσύχ.
enriquecer Hsch.s.u. ἀφνύει, ἀφνύνει.