ἀϋτὴ

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monotonic

ἀϋτὴ: [ῡ], ἡ (αὔω, κλαίω), κραυγή, φωνή, ιδίως οι κραυγές της μάχης, οι ιαχές του πολέμου, σε Όμηρ.· γενικά, ήχος, σε Αισχύλ.