ἁγιοφανής

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιοφανής: -ές, ὁ, ὁ φαινόμενος (ὁ ὢν) ἅγιος, Εὐστ. Ἀντ. 621Α (πρβλ. ἀξιοφανής).

Spanish (DGE)

-ές santo Eust.Ant.Engast.170.