ἁλυσίδωσις

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Grafía: graf. ἁλεισίδωσις
anilla, argolla ὁ δὲ ἀργύρεος τελαμὼν εἶχέ τι καὶ ἁλεισιδώσεως Eust.1154.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλυσίδωσις: -εως, ἡ, οὐσ. τοῦ ἁλυσιδόω, ἡ δι’ ἁλύσεως δέσις, Εὐστ. 1154.