δέσις
English (LSJ)
δέσεως, ἡ, (δέω A)
A binding together, Pl.Cra.418e; setting of stones, LXX Si.45.11; tying in bundles, Hdn.8.4.5; ποδῶν δέσις = ὑπόδημα (sandal), Ezek.Exag.97.
II complication of a dramatic plot, opp. λύσις, Arist.Po.1455b26.
III = δέσμη (prob. of a belt-purse), UPZ121.9 (cf. δεσμός ΙΙ).
IV Botan., joint, Sch.Orib.2p.743D.
Spanish (DGE)
δέσεως, ἡ
I usos abstr.
1 atadura, enlace de dos anim. al yugo, Pl.Cra.418e, ἀμπέλων ... πρὸς ἀλλήλας δέσει ... ἠρτημένων Hdn.8.4.5
•en pap. acción de atar o sujetar las gavillas ἀγκαλισμὸς καὶ δέσις ἀγκαλῶν POxy.3354.9, cf. 1631.9 (ambos III d.C.) en BL 8.248
•por ext. designando toda la operación engavillado τὴν δέσιν τοῦ παντὸς χόρτου π[ο]εῖσθαι = agavillar todo el heno, BGU 308.9 (biz.), cf. BGU 1502.11 (III a.C.), PLond.113.3.6 (VI d.C.), SB 9589.7 (VI/VII d.C.)
•acción de encadenar, encadenamiento κωλύει ὁ τόπος τοῦ σιδήρου τὴν δέσιν quizá como advertencia a la entrada de un santuario c. derecho de asilo MAMA 8.430 (Afrodisias, imper.)
•fig. ἡ τῆς ἁμαρτίας δέσις la atadura del pecado Mac.Aeg.Serm.B 63.3.4
•vínculo matrimonial, Gr.Naz.M.35.996B.
2 arq. y mec. trabazón, ensamblaje τοῦ περιτρήτου καὶ τῶν χοινικίδων Ph.Bel.61.5, πλινθθείων Didyma 40.36 (II a.C.), cf. MAMA 8.430 (Afrodisias, imper.), κριοῦ Apollod.Poliorc.159.10, cf. Sud.s.u. ἱμάντωσις.
3 dram. nudo de la acción op. λύσις Arist.Po.1455b24-6, 1455b30.
II usos concr.
1 engarce de las piedras preciosas δέσις χρυσίου LXX Si.45.11.
2 sandalia ποδῶν δέσις Ezech.97.
3 gavilla σχοινίων λευκῶν δέ[σ]ις (l. -εις) τεσσάρας PAberd.189.4 (II d.C.).
4 bot. nudo Sch.Orib.11.α.27.
German (Pape)
[Seite 550] ἡ, das Binden, die Verbindung, Plat. Crat. 418 d. In der Tragödie, die Verwickelung, Gegensatz λύσις Arist. poet. 18.
French (Bailly abrégé)
δέσεως (ἡ) :
1 action de lier;
2 fig. nœud de l'action de l'intrigue (p. opp. à λύσις).
Étymologie: δέω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέσις δέσεως, ἡ δέω het vastbinden. overdr. verwikkeling (in een tragedie).
Russian (Dvoretsky)
δέσις: δέσεως ἡ
1 связывание Plat.;
2 лит. завязка (τραγῳδίας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δέσις: δέσεως, ἡ, (δέω) τὸ δένειν, ἡ εἰς τὸ αὐτὸ σύνδεσις, Πλατ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. ὡς τὸ πλοκή, ἡ περιπλοκὴ δραματικῆς τινος ὑποθέσεως, ἀντίθ. τῷ λύσις, Ἀριστ. Ποιητ. 18.
Greek Monolingual
η (AM δέσις) δω
1. το δέσιμο, η σύνδεση
2. δέσμευση
3. συναρμογή, συγκόλληση πολύτιμου λίθου σε κόσμημα
4. πλοκή, σύνδεση δραματικού έργου
μσν.- νεοελλ.
1. το σημείο όπου το νερό του ποταμού διοχετεύεται στο μυλαύλακο
2. ενότητα, σύνδεσμος
νεοελλ.
φράγμα ποταμού
αρχ.
1. βαλάντιο
2. (για φυτά) αρμός, άρθρωση.