ἄλευαι

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao. Moy. de ἀλεύω.

Greek Monotonic

ἄλευαι: Επικ. αόρ. αʹ προστ. του ἀλέομαι· ἀλεύατο, Επικ. γʹ ενικ. οριστ.