ἅμισυς

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἥμισυς.

Spanish (DGE)

v. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἅμισυς: (ᾱ) дор. = ἥμισυς.