ἐκέατο

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monotonic

ἐκέᾰτο: Ιων. αντί ἔκειντο, γʹ πληθ. παρατ. του κεῖμαι.