ἐκτρώσω

From LSJ

τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires

Source

French (Bailly abrégé)

f. de ἐκτιτρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρώσω: fut. к ἐκτιτρώσκω.