ἐνδιαστέλλω
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Spanish (DGE)
1 marcar una separación, diferenciar, dejar claro λέγεται δὲ διαστολὴ στιγμὴ ἐνδιαστελλοῦσα τὰς ἀναγιγνωσκομένας λέξεις Theodos.Gr.Sp.58.22.
2 en v. med. explicarse con claridad τοῦτον ἐνδιαστελοῦμαι τὸν τρόπον Stob.2.7.4a.