ἐξαγνίζω

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Spanish (DGE)

dedicar en v. pas. δῶρον Gr.Naz.M.37.1043A.

Greek Monolingual

αγνίζω
καθιστώ κάποιον και πάλι αγνό, καθαρίζω από ηθικό παράπτωμα ή έγκλημα.