ἐπικότως

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec ressentiment.
Étymologie: ἐπίκοτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικότως: гневно, злобно Aesch.