ἐπιορκῶ

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Mantoulidis Etymological

(=ὁρκίζομαι ψεύτικα). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίορκος (ἐπί + ὅρκος τοῦ εἵργνυμι), ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη ἐπιορκία. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα εἵργνυμι.