ἐπόπτας

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

English (Slater)

ἐπόπτας one who watches over ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (Leto, Apollo, Artemis) (N. 9.5)

Russian (Dvoretsky)

ἐπόπτας: дор. Pind. = ἐπόπτης.