Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
v. ἐπαιτιάομαι.
ἐπῃτιασάμην: αόρ. αʹ του ἐπαιτιάομαι.