ἐρείομεν

From LSJ

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de ἐρέω².

Russian (Dvoretsky)

ἐρείομεν: эп. 1 л. pl. conjct. к ἐρέω I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείομεν: ἀντὶ ἐρέωμεν, Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτακτ. τοῦ ἐρέω (ἐρωτῶ), Ἰλ. Α. 62.

English (Autenrieth)

see ἐρέω.

Greek Monotonic

ἐρείομεν: Επικ. αντί ἐρέωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του ἐρέω.