ἐρυθρύδανον
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
τό, = ἐρυθρόδανον, PSI5.489 (iii B.C.).
Greek Monolingual
ἐρυθρύδανον, τὸ (Μ)
το ερυθρόδανο.