ἐσκαταβαίνω

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

French (Bailly abrégé)

ion.
descendre dans.
Étymologie: εἰς, καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐσκαταβαίνω: = εἰσκαταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσκαταβαίνω: ἴδε εἰσκαταβαίνω.

Greek Monotonic

ἐσκαταβαίνω: βλ. εἰσ-.