ἐσχατογήρως
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰτογήρως: -ων, ὁ ἐν ἐσχάτῃ (γεροντικῇ) ἡλικίᾳ ὤν, Διόδωρ. 15. 76, Στράβων 650 κτλ.· - ὡς θηλυκ., Πολυδ. Βʹ, 18: ὡσαύτως, ἐσχατόγηρος, ον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒʹ, 8). καὶ παρὰ Βυζ. ἐσχατογέρων, ὁ, Προκοπ. Ἱστ. 558Α, 595C, κλ. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξ. ταύτης καὶ τῶν ὁμοίων ὑπάρχει διαφωνία τις μεταξὺ τῶν ἐκδοτῶν. Ὁ Ἕρμαννος (De emend. ral. Gr. σ. 24 κἑξ.) θέλει αὐτὰς παροξυτόνους· τοιαύτη εἶναι καὶ ἡ γνώμη τοῦ Κυνέρου, ὅστις νομίζει ὅτι ὀνόματα ταύτης τῆς τάξεως δύνανται νὰ ὦσι προπαροξύτονα μόνον ὅταν ἐν τῇ παραληγούσῃ ἔχωσιν ε, καὶ ὅτι εἶναι σφάλμα νὰ ἐφαρμόζηται ὁ τονισμὸς οὗτος καὶ εἰς τὰ παραλήγοντα εἰς η, οἷα εἶναι τὸ ἀγήρως κτλ. ὁ Χοιροβοσκὸς ἐν τούτοις (259. 13, 363. 27, 365. 16, 378. 16) ἔχει ὡς παράδ. εὔγηρως. Ἴδε Greek Accentuation by Chandler σ. 156).