ἐφιπποτοξότης
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
German (Pape)
[Seite 1119] ὁ, v. l. für ἀμφιπποτοξότης.
Russian (Dvoretsky)
ἐφιπποτοξότης: ου ὁ конный стрелок (Diod. - v. l. ἀμφιπποτοξότης).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιπποτοξότης: -ου, ὁ ἔφιππος τοξότης, ἴδε ἐν λ. ἀμφιπποτοξότης.
Greek Monolingual
ἐφιπποτοξότης, ὁ (Α)
έφιππος τοξότης.