ἑπτάπληγος

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάπληγος: -ου, ἡ, = αἱ ἑπτὰ πληγαί, Μαλαλ. 65, 6.