ἔταμον

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

French (Bailly abrégé)

v. τέμνω.

Greek Monotonic

ἔτᾰμον: Ιων. και Δωρ. αόρ. βʹ του τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔταμον: (= ἔτεμον) ион. aor. 2 к τέμνω.