Ἐλλοί
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (Slater)
Ἐλλοί priests of Zeus at Dodona. (v. Leumann, Hom. Wörter, 40.) ]π' Ἐλλῶν. χρο[ fr. 59. 3 cf. Strabo, 7. 7. 11. πότερον δὲ χρὴ λέγειν Ἑλλούς, ὡς Πίνδαρος, ἢ Σελλούς, ὠς ὑπονοοῦσι παρ' Ὁμήρῳ κεῖσθαι. Σ A Hom. Π. 23, Πίνδαρος χωρὶς του ς ἀπὸ Ἑλλοῦ τοῦ δρυτόμου, ᾧ φασὶ τὴν περιστερὰν πρώτην καταδεῖξαι τὸ μαντεῖον.