ἡβώων

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

French (Bailly abrégé)

fém. ἡβώωσα;
part. prés. épq. de ἡβάω.

Greek Monotonic

ἡβώων: -ώωσα, Επικ. αντί ἡβῶν, -ῶσα, μτχ. του ἡβάω.