τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
fém. ἡβώωσα;part. prés. épq. de ἡβάω.
ἡβώων: -ώωσα, Επικ. αντί ἡβῶν, -ῶσα, μτχ. του ἡβάω.