ἡβάω

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβάω Medium diacritics: ἡβάω Low diacritics: ηβάω Capitals: ΗΒΑΩ
Transliteration A: hēbáō Transliteration B: hēbaō Transliteration C: ivao Beta Code: h(ba/w

English (LSJ)

Cret. ἡβίω Leg.Gort.7.41,al., Aeol.(?) ἀβάω Hdn.Gr.2.16, Alc.Supp.7.11 (dub.); Ep. opt. ἡβώοιμι, part. ἡβώων (v. infr.): impf.
A ἥβων Ar.V.357: fut. -ήσω (ἐφ-) X.Cyr.6.1.12, Dor. ἡβάσω [ᾱ] AP7.482: aor. 1 ἥβησα Od.1.41, Hes.Op.132, Pl.Ap.41e: pf. ἥβηκα (παρ-) Hdt.3.53, etc.: (ἥβη):—attain puberty or have attained puberty, ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Hes.Op.132; ἡβῶσιν ὀψέ Hp.Aër.4; ἐπειδὰν ἡβήσωσι Pl.Ap.l.c.; of women. γυνὴ τέτορ' ἡβώοι (sc. ἔτη) four years past puberty, Hes.Op.698; ἡβάσεις ἥβαν APl.c.; ἡβᾶν ἐπὶ διετές, v. sub διετής; ὀμόσαι Χαλκιδέων τοὺς ἡβῶντας ἅπαντας all the adults, IG12.39.32, cf. Ar.Ra.1055, Th.4.132.
2 to be in the prime of youth, εἴθ' ὣς ἡβώοιμι, βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη Od.14.468, al.; ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν not even in the prime of life, Il.12.382, cf. Od. 23.187, A.Ch.879; γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει Id.Th. 622; ἡβᾶν σθένος to be young and strong, E.HF436 (lyr.); ἥβων = I was young, Ar.V.357; ἡ. τὰς αἰσθήσεις, of an old man, Philostr.VS1.9.3; of plants, ἡμερὶς ἡβώωσα a young, luxuriant vine, Od.5.69, cf. Simon.183.3, Longus 4.5; ἡβῶντ' ἀρτίως οἰνίσκον (παρὰ προσδοκίαν for νεανίσκον) Cratin.183.
3 metaph., to be fresh, be vigorous, ἡβώοις, φίλε θυμέ Thgn.877 (dub. l.); ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν 'tis always youth for old men to learn, i.e. 'tis never too late to learn, A.Ag.584 (nisi leg. ἥβη); ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών the people rages like a passionate youth, E.Or.696, cf. νεανικός; ἄγγελον.. γέρονθ', ἡβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί exulting, A.Supp.775; also of things, γάμοι, ἔαρ ἡ., Opp.H.1.474, 2.252.
4 to have the outward signs of puberty, Arist.GA746b23; γένυς ἡβᾷ AP12.31 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1148] in der ἥβη stehen, mannbar sein, in der Blüte der Jahre stehen u. vollkommene Mannskraft besitzen; οὐδέ κέ μιν ῥέα – ἔχοι ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν Il. 12, 382; εἴθ' ἃς ἡβώοιμι, βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη Od. 14, 468; αἲ γὰρ ἡβῷμ', ὡς ὅτε Il. 7, 133; ἀλλ' ὅταν ἡβήσειε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Hes. O. 131; Aesch. vrbdt γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, Spt. 604, u. umgekehrt ἄγγελον δ' οὐ μέμψεται πόλις γέρονθ' ἡβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί, Suppl. 756; Plat. vrbdí τῷ ἡβῶντι καὶ ἀνδρείῳ, Rep. V, 468 d; καὶ ἰσχύω Ar. Vesp. 357, der die παιδάρια den ἡβῶντες entggstzt, Ran. 1053; auch εἰ δ' ἐγὼ σθένος ἥβων, wenn ich jugendlich stark wäre an Kraft, Eur. Herc. Für. 436; ἀπέκτειναν Μηλίων ὅσους ἡβῶντας ἔλαβον Thuc. 5, 116; Is. 1, 10 u. sonst. Vgl. διετής. – Auch von anderen Dingen, ἡμερὶς ἡβώωσα, ein Weinstock im kräftigsten, üppigsten Wuchs, Od. 5, 69; φλὸξ ἡβήσασα Aesch. frg. 378, vgl. Simonds. 48 (VII, 24); ἡβῶντ' ἀρτίως οἰνίσκον Cratin. bei Ath. I, 29 d; τοὺς ἡβῶντας τῶν βοτρύων Long. 4, 5. – Übertr. auch ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν, die Wißbegier, Fähigkeit zu lernen bleibt auch im Alter jugendlich rege, Aesch. Ag. 570; ὅταν γὰρ ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών, Eur. Or. 685, wenn das in Zorn geratene Volk heftig aufbraus't; auch = jugendlich froh sein, ἡβώοις φίλε θυμέ Theogn. 877, wo Bergk ἥβα μοι vermuthet; Hesych. erkl. μεθύσκεσθαι, εὐωχεῖσθαι.

French (Bailly abrégé)

ἡβῶ :
impf. ἥβων, f. ἡβήσω, ao. ἥβησα, pf. ἥβηκα;
1 être en âge de puberté : οἱ ἡβῶντες, ceux qui sont dans la fleur de la jeunesse;
2 fig. être dans sa fleur, dans toute sa force en parl. de plantes : ἡμερὶς ἡβώωσα épq. OD vigne dans toute sa force ; ἀεὶ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν ESCHL chez les vieillards le désir d'apprendre est toujours jeune ; en mauv. part être en effervescence.
Étymologie: ἥβη.

Russian (Dvoretsky)

ἡβάω: (impf. ἥβων, fut. ἡβήσω, aor. ἥβησα, pf. ἥβηκα; эп.: part. ἡβῶν и ἡβώων - f ἡβώωσα; praes. opt. ἡβώοιμι)
1 быть в юношеском возрасте, быть возмужалым, быть во цвете лет: ἀνὴρ οὐδὲ ἔχοι μάλα ἡβῶν Hom. даже муж в расцвете сил не удержал бы (брошенной Эантом глыбы); οἱ ἡβῶντες Arph., Thuc. юношество; εἴθ᾽ ὣς ἡβώοιμι! Hom. о, если бы мне (снова) стать молодым!; ἡβᾶν σθένος Eur. быть молодым и сильным; γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φέρειν (v.l. φύειν) Aesch. сочетать ум старика с силой (досл. телом) юноши;
2 пышно расти: ἡμερὶς ἡβώωσα Hom. буйно разросшаяся лоза;
3 сохранять юношескую свежесть, быть в полной силе: φλὸξ ἡβήσασα Aesch. ярко горящее (бушующее) пламя; ἀεὶ ἡβᾷ τοῖς γερουσιν εὖ μαθεῖν Aesch. у стариков всегда горит желание учиться хорошему;
4 шуметь, бушевать: ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών Eur. пришедший в негодование народ бушует.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβάω: Ἐπ. εὐκτ. ἡβώοιμι, μετοχ. ἡβώων (ἴδε κατωτ.)˙ μέλ. -ήσω (ἐφ-) Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, Δωρ. ἡβάσω ᾱ Ἀνθ. Π. 7. 482˙ ἀόρ. ἥβησα Ὀδ. Α. 41, Ἡσ., Ἀττ.˙ πρκμ. ἥβηκα (παρ-) Ἡρόδ. κλ. (ἥβη). Εἶμαι ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας, ἐν πλήρει σωματικῇ αὐξήσει, Ὅμ., ὅστις κάλλιστα ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ἐν τῷ συχνάκις ἐπαναλαμβανομένῳ στίχῳ, εἴθ’ ὣς ἡβώοιμι, βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη Ὀδ. Ξ. 468, κ. ἀλλ.˙ ἀνὴρ οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, μὴ ὢν ἀκόμη ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας του, Ἰλ. Μ. 382, Ὀδ. Ψ. 187, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 879˙ ἡβῶσιν ὀψὲ Ἱππ. Ἀέρ. 282˙ γυνὴ τέτορ’ ἡβώωσα (ἐνν. ἔτη), δηλ. κατὰ τέσσαρα ἔτη ὑπερβᾶσα τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 696˙ ἡβᾶν ἐπὶ διετές, ἴδε ἐν λ. διετής˙ γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622˙ ἡβᾶν σθένος, εἶμαι νέος καὶ ἰσχυρός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 436˙ ἡβῶν, ὅτε ἤμην νέος, Ἀριστοφ. Σφηξ. 357˙ οἱ ἡβῶντες, οἱ νέοι, ὁ αὐτ. Βατρ. 1055, Θουκ. 4. 132˙ ἐπειδὰν ἡβήσωσι Πλάτ. Ἀπολ. 41E˙ - ἐπὶ φυτῶν, ἡμερὶς ἡβώωσα, ἄμπελος ἀκμαία, «εὐκληματοῦσα», Ὀδ. Ε. 69, πρβλ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 24˙ ἡβῶντ’ ἀρτίως οἰνίσκον (παρὰ προσδοκίαν ἀντὶ νεανίσκον) Κρατῖν. Πυτιν. 3. 2) μεταφ., εἶμαι νέος, ζωηρός, ἀκμαῖος, ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν, ἡ ἐπιθυμία τοῦ μαθεῖν τὰ ὀρθὰ εἶνε πάντοτε ἀκμαία εἰς τοὺς γέροντας, Blomf. Αἰσχύλ. Ἀγ. 567. πρβλ. ἀνηβάω˙ ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών, ὁ λαὸς ὀργισθεὶς νεανικῶς παραφέρεται, Εὐρ. Ὀρ. 696, πρβλ. νεανικός˙ ἄγγελον... γέρονθ’, ἡβῶντα δ’ εὐγλώσσῳ φρενί, ἀκμάζοντα, ἐπαιρόμενον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 775˙ - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, γάμοι, ἔαρ ἡβ. Ὀπ. Ἁλ. 1. 474., 2. 252. 3) ἔχω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα τῆς ἡβικῆς ἡλικίας, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 7, 15, Ἀνθ. Π. 12. 31.

English (Autenrieth)

opt. ἡβώοιμι, ἡβῷμι, part. ἡβῶν, ἡβώοντα, etc., aor. ἥβησα: be (aor. arrive) at one's prime, have youthful vigor; fig., of a vine, ‘luxuriant,’ Od. 5.69.

Greek Monotonic

ἡβάω: Επικ. ευκτ. ἡβώοιμι, μτχ. ἡβώων, μέλ. -ήσω, Δωρ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ ἥβησα, παρακ. ἥβηκα (ἥβη)· βρίσκομαι στο άνθος (στην ακμή) της ηλικίας· ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν, που δεν βρίσκεται ακόμα ούτε καν στην ακμή της ηλικίας του, σε Όμηρ.· γυνὴτέτορ' ἡβώοι (ενν. ἔτη), δηλ. έχει περάσει κατά τέσσερα χρόνια την εφηβεία, σε Ησίοδ.· ἡβῶν, όταν ήμουν νέος, σε Αριστοφ.· οἱ ἡβῶντες, οι νέοι, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται για φυτά, ἡμερὶς ἡβώωσα, νεαρό και πλούσιο κλήμα, σε Ομήρ. Οδ., ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν, η επιθυμία της μάθησης είναι πάντοτε ακμαία, ζωηρή ακόμα και στους ηλικιωμένους, δηλ. ποτέ δεν είναι αργά για να μάθεις, σε Αισχύλ.· ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών, ο λαός συμπεριφέρεται, παραφέρεται σαν νεαρός άνδρας, σε Ευρ.

Middle Liddell

[ἥβη]
1. to be at man's estate, to be in the prime of youth, ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν not even in the prime and pride of life, Hom.; γυνὴ τέτορ' ἡβώωσα (sc. ἔτη) i. e. being four years past puberty, Hes.; ἡβῶν when I was young, Ar.; οἱ ἡβῶντες the young, Ar.:—of plants, ἡμερὶς ἡβώωσα a young luxuriant vine, Od.
2. metaph. to be young, ἀεὶ γὰρ ἡβᾶι τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν learning is young even for the old, i. e. 'tis never too late to learn, Aesch.; ἡβᾶι δῆμος the people is like a young man, Eur.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=εἶμαι ἔφηβος, ἀκμάζω). Ἀπό τό ἥβη (=νεότητα), (δωρ. ἥβα).
Παράγωγα: ἡβάσκω, ἔφηβος, ἄνηβος (=πού δέν ἔφτασε στήν ἐφηβική ἡλικία), ἡβηδόν (=ἀπό τή νεανική ἡλικία καί πάνω), ἡβητήρ = ἡβητής (=νέος), ἡβητήριον (=τόπος ὅπου μαζεύονταν οἱ νέοι), ἡβητικός (=νεανικός), ἡβήτωρ (=νέος).

Lexicon Thucydideum

puberem esse, to be of age, 3.36.2, 5.32.1, 5.116.4,
adolescere, to grow up, 4.132.3.