σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
ἥλωσις: -εως, ἡ, κάρφωμα, Κ. Πορφ. Ἐκθ. βασ. τάξ. σ. 658 (Βόνν.).