ἱππηλάσιον
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
German (Pape)
[Seite 1258] τό, das Rossetreiben, Reiten u. Fahren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππηλάσιον: τό, = ἱππηλασία, Νικήτ. Χρον. σ. 146Β, Ἄννα Κομν. 15. σ. 466.