ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
[Seite 1255] od. ἴννος, auch ἰννός geschr., = γίννος u. ὕννος.
ἴννος, ὁ (Α)ο γίννος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. γίννος, που έχει την ίδια σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. hinnus].