ὀκτάκλινος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάκλῑνος: -ον, ὁ περιλαμβάνων ἢ χωρῶν ὀκτὼ κλίνας, τόπος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 1.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάκλῑνος: могущий вместить восемь застольных лож (τόπος Arst.).