ὀλαιμεύς

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλαιμεύς Medium diacritics: ὀλαιμεύς Low diacritics: ολαιμεύς Capitals: ΟΛΑΙΜΕΥΣ
Transliteration A: olaimeús Transliteration B: olaimeus Transliteration C: olaimeys Beta Code: o)laimeu/s

English (LSJ)

ὁ (τὸ cod.) τὰς ὀλὰς βάλλων, Id. ὀλαιτοί· σπερμολόγοι, καὶ ὀλατοί, Id., cf. Orusap.EM622.9, Phot. ϝόλαμος (written γόλ-)· διωγμός, Hsch. (cf. οὐλαμός).

Greek Monolingual

ὀλαιμεύς, ο (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰς ὀλὰς βάλλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. ὀλαί / οὐλαί οδήγησε μερικούς στην παρακινδυνευμένη διόρθωσή του σε ὀλαι < χο> εύς].