ὀλιγοετής

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

German (Pape)

[Seite 320] ές, von wenig Jahren, χρόνος, Poll. 1, 58.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀλιγοετής, -ες και ὀλιγοετής, -ές)
αυτός που διαρκεί ή ισχύει λίγα χρόνια
νεοελλ.
αυτός που έχει μικρή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πολυετής].