ὀλιγόφωνος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόφωνος Medium diacritics: ὀλιγόφωνος Low diacritics: ολιγόφωνος Capitals: ΟΛΙΓΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oligóphōnos Transliteration B: oligophōnos Transliteration C: oligofonos Beta Code: o)ligo/fwnos

English (LSJ)

ὀλιγόφωνον, with little tone, prob. Glossaria on ἄφωνα, Aristid.Quint.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μικράν, ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 43.

Greek Monolingual

ὀλιγόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύναμη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].