ὀλοοίτροπα
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
παρὰ Ῥοδίοις ἑπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν, Hsch. ὀλοοίτροχος, v. ὀλοίτροχος.
Greek Monolingual
ὀλοοίτροπα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Ῥοδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος].