ὀρνεοσκόπος

English (LSJ)

ὀρνεοσκόπον, = ὀρνιθοσκόπος, Vett.Val.4.14, Sch.D Il.1.69, prob. l. in Paus.Dam. p.157 D.

German (Pape)

[Seite 382] = ὀρνιθοσκόπος, Schol. Il. 1, 69; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοσκόπος: -ον, = ὀρνιθοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀρνεοσκόπος, Μ και ὀρνοσκόπος)
αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -σκοπος (< σκοπῶ), πρβλ. ορνιθοσκόπος].